Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
View word page
μολυβδουργός
lead-worker

ShortDef

lead-worker

Debugging

Headword:
μολυβδουργός
Headword (normalized):
μολυβδουργός
Headword (normalized/stripped):
μολυβδουργος
IDX:
57592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57593
Key:

Data

{'content': 'lead-worker'}