Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
View word page
μόλυβδος
lead
ShortDef
lead
Debugging
Headword:
μόλυβδος
Headword (normalized):
μόλυβδος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδος
IDX:
57590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57591
Key:
Data
{'content': 'lead'}