Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
View word page
μολυβδοκόπος
one who inscribes

ShortDef

one who inscribes

Debugging

Headword:
μολυβδοκόπος
Headword (normalized):
μολυβδοκόπος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοκοπος
IDX:
57589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57590
Key:

Data

{'content': 'one who inscribes'}