Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
View word page
μολυβδόδετος
fastened with lead

ShortDef

fastened with lead

Debugging

Headword:
μολυβδόδετος
Headword (normalized):
μολυβδόδετος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοδετος
IDX:
57587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57588
Key:

Data

{'content': 'fastened with lead'}