Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
View word page
μολυβδίς
a leaden weight
ShortDef
a leaden weight
Debugging
Headword:
μολυβδίς
Headword (normalized):
μολυβδίς
Headword (normalized/stripped):
μολυβδις
IDX:
57586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57587
Key:
Data
{'content': 'a leaden weight'}