Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
View word page
μολύβδιον
leaden weight

ShortDef

leaden weight

Debugging

Headword:
μολύβδιον
Headword (normalized):
μολύβδιον
Headword (normalized/stripped):
μολυβδιον
IDX:
57585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57586
Key:

Data

{'content': 'leaden weight'}