Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
View word page
μολύβδινος
leaden, of lead
ShortDef
leaden, of lead
Debugging
Headword:
μολύβδινος
Headword (normalized):
μολύβδινος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδινος
IDX:
57584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57585
Key:
Data
{'content': 'leaden, of lead'}