Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
View word page
μολυβδικός
leaden

ShortDef

leaden

Debugging

Headword:
μολυβδικός
Headword (normalized):
μολυβδικός
Headword (normalized/stripped):
μολυβδικος
IDX:
57583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57584
Key:

Data

{'content': 'leaden'}