Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
View word page
μολυβδιάω
look lead-coloured

ShortDef

look lead-coloured

Debugging

Headword:
μολυβδιάω
Headword (normalized):
μολυβδιάω
Headword (normalized/stripped):
μολυβδιαω
IDX:
57581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57582
Key:

Data

{'content': 'look lead-coloured'}