Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
View word page
μολύβδεος
leaden
ShortDef
leaden
Debugging
Headword:
μολύβδεος
Headword (normalized):
μολύβδεος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδεος
IDX:
57580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57581
Key:
Data
{'content': 'leaden'}