Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
View word page
μολύβδαινα
a piece of lead

ShortDef

a piece of lead

Debugging

Headword:
μολύβδαινα
Headword (normalized):
μολύβδαινα
Headword (normalized/stripped):
μολυβδαινα
IDX:
57578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57579
Key:

Data

{'content': 'a piece of lead'}