Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολπά
Μολπαδία
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
View word page
μολποδώρα
bestower of μολπή

ShortDef

bestower of μολπή

Debugging

Headword:
μολποδώρα
Headword (normalized):
μολποδώρα
Headword (normalized/stripped):
μολποδωρα
IDX:
57576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57577
Key:

Data

{'content': 'bestower of μολπή'}