Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μολουρίς
μόλουρος
μολόχινος
μολοχῖτις
μολπά
Μολπαδία
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
μολυβδίζω
View word page
μολπεύω
to be a μολπός
ShortDef
to be a μολπός
Debugging
Headword:
μολπεύω
Headword (normalized):
μολπεύω
Headword (normalized/stripped):
μολπευω
IDX:
57572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57573
Key:
Data
{'content': 'to be a μολπός'}