Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολουρίς
Μολουρίς
μόλουρος
μολόχινος
μολοχῖτις
μολπά
Μολπαδία
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
μολπηδόν
μολπῆτις
μολποδώρα
μολυβᾶς
μολύβδαινα
μολυβδάνθρωπος
μολύβδεος
μολυβδιάω
View word page
μολπαστής
a minstrel

ShortDef

a minstrel

Debugging

Headword:
μολπαστής
Headword (normalized):
μολπαστής
Headword (normalized/stripped):
μολπαστης
IDX:
57571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57572
Key:

Data

{'content': 'a minstrel'}