Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόλις
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολοβρός
μολόθουρος
Μόλος
Μολοσσός
μολουρίς
Μολουρίς
μόλουρος
μολόχινος
μολοχῖτις
μολπά
Μολπαδία
μολπάζω
μολπαῖος
μολπαρχέω
μολπαστής
μολπεύω
μολπή
View word page
μόλουρος
serpent

ShortDef

serpent

Debugging

Headword:
μόλουρος
Headword (normalized):
μόλουρος
Headword (normalized/stripped):
μολουρος
IDX:
57563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57564
Key:

Data

{'content': 'serpent'}