Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναισθησιολογία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
View word page
ἀναισχυντία
shamelessness

ShortDef

shamelessness

Debugging

Headword:
ἀναισχυντία
Headword (normalized):
ἀναισχυντία
Headword (normalized/stripped):
αναισχυντια
IDX:
5755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5756
Key:

Data

{'content': 'shamelessness'}