Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολιβαχθής
μολίβιον
μόλιβος
μολιβοσφιγγής
μολιβοῦς
μόλις
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολοβρός
μολόθουρος
Μόλος
Μολοσσός
μολουρίς
Μολουρίς
μόλουρος
μολόχινος
μολοχῖτις
μολπά
Μολπαδία
μολπάζω
View word page
μολόθουρος
an evergreen plant

ShortDef

an evergreen plant

Debugging

Headword:
μολόθουρος
Headword (normalized):
μολόθουρος
Headword (normalized/stripped):
μολοθουρος
IDX:
57558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57559
Key:

Data

{'content': 'an evergreen plant'}