Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεύω
μόλησις
μολιβαχθής
μολίβιον
μόλιβος
μολιβοσφιγγής
μολιβοῦς
μόλις
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολοβρός
μολόθουρος
Μόλος
Μολοσσός
μολουρίς
Μολουρίς
View word page
μολιβοῦς
leaden
ShortDef
leaden
Debugging
Headword:
μολιβοῦς
Headword (normalized):
μολιβοῦς
Headword (normalized/stripped):
μολιβους
IDX:
57552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57553
Key:
Data
{'content': 'leaden'}