Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεύω
μόλησις
μολιβαχθής
μολίβιον
μόλιβος
μολιβοσφιγγής
μολιβοῦς
μόλις
Μολίων
μολόβριον
μολοβρίτης
μολοβρός
μολόθουρος
View word page
μολιβαχθής
heavy with lead, leaded

ShortDef

heavy with lead, leaded

Debugging

Headword:
μολιβαχθής
Headword (normalized):
μολιβαχθής
Headword (normalized/stripped):
μολιβαχθης
IDX:
57548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57549
Key:

Data

{'content': 'heavy with lead, leaded'}