Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεύω
μόλησις
μολιβαχθής
μολίβιον
μόλιβος
μολιβοσφιγγής
μολιβοῦς
View word page
μοκρότου
frankincense

ShortDef

frankincense

Debugging

Headword:
μοκρότου
Headword (normalized):
μοκρότου
Headword (normalized/stripped):
μοκροτου
IDX:
57542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57543
Key:

Data

{'content': 'frankincense'}