Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεύω
μόλησις
μολιβαχθής
μολίβιον
μόλιβος
μολιβοσφιγγής
View word page
μοιχοτύπη
adulteress
ShortDef
adulteress
Debugging
Headword:
μοιχοτύπη
Headword (normalized):
μοιχοτύπη
Headword (normalized/stripped):
μοιχοτυπη
IDX:
57541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57542
Key:
Data
{'content': 'adulteress'}