Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
μολεύω
μόλησις
View word page
μοιχικός
adulterous

ShortDef

adulterous

Debugging

Headword:
μοιχικός
Headword (normalized):
μοιχικός
Headword (normalized/stripped):
μοιχικος
IDX:
57537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57538
Key:

Data

{'content': 'adulterous'}