Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
μολγός
View word page
μοιχεύω
to commit adultery with

ShortDef

to commit adultery with

Debugging

Headword:
μοιχεύω
Headword (normalized):
μοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
μοιχευω
IDX:
57535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57536
Key:

Data

{'content': 'to commit adultery with'}