Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
μολβίς
μόλγινος
View word page
μοιχεύτρια
an adulteress

ShortDef

an adulteress

Debugging

Headword:
μοιχεύτρια
Headword (normalized):
μοιχεύτρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχευτρια
IDX:
57534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57535
Key:

Data

{'content': 'an adulteress'}