Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
μοκρότου
View word page
μοιχευτής
adulterer
ShortDef
adulterer
Debugging
Headword:
μοιχευτής
Headword (normalized):
μοιχευτής
Headword (normalized/stripped):
μοιχευτης
IDX:
57532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57533
Key:
Data
{'content': 'adulterer'}