Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
μοιχοτύπη
View word page
μοιχεία
adultery

ShortDef

adultery

Debugging

Headword:
μοιχεία
Headword (normalized):
μοιχεία
Headword (normalized/stripped):
μοιχεια
IDX:
57531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57532
Key:

Data

{'content': 'adultery'}