Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
μοιχότροπος
View word page
μοιχάω
to have dalliance with

ShortDef

to have dalliance with

Debugging

Headword:
μοιχάω
Headword (normalized):
μοιχάω
Headword (normalized/stripped):
μοιχαω
IDX:
57530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57531
Key:

Data

{'content': 'to have dalliance with'}