Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοιρολογχέω
μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
μοιχός
View word page
μοιχαλίς
an adulteress
ShortDef
an adulteress
Debugging
Headword:
μοιχαλίς
Headword (normalized):
μοιχαλίς
Headword (normalized/stripped):
μοιχαλις
IDX:
57529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57530
Key:
Data
{'content': 'an adulteress'}