Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθησιολογία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
View word page
ἀναΐσσω
to start up, rise quickly

ShortDef

to start up, rise quickly

Debugging

Headword:
ἀναΐσσω
Headword (normalized):
ἀναΐσσω
Headword (normalized/stripped):
αναισσω
IDX:
5752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5753
Key:

Data

{'content': 'to start up, rise quickly'}