Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιρολόγος
μοιρολογχέω
μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχεία
μοιχευτής
μοιχευτός
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχικός
μοιχοληπτία
View word page
μοιχάγρια
a fine imposed on one taken in adultery

ShortDef

a fine imposed on one taken in adultery

Debugging

Headword:
μοιχάγρια
Headword (normalized):
μοιχάγρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχαγρια
IDX:
57528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57529
Key:

Data

{'content': 'a fine imposed on one taken in adultery'}