Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
μοιρολογέω
μοιρολόγος
μοιρολογχέω
μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
View word page
μοιρολόγχος
partaker
ShortDef
partaker
Debugging
Headword:
μοιρολόγχος
Headword (normalized):
μοιρολόγχος
Headword (normalized/stripped):
μοιρολογχος
IDX:
57520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57521
Key:
Data
{'content': 'partaker'}