Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
μοιρολογέω
μοιρολόγος
μοιρολογχέω
μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
μοῖτος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
View word page
μοιρολογχέω
receive a portion

ShortDef

receive a portion

Debugging

Headword:
μοιρολογχέω
Headword (normalized):
μοιρολογχέω
Headword (normalized/stripped):
μοιρολογχεω
IDX:
57519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57520
Key:

Data

{'content': 'receive a portion'}