Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναίρετος
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθησιολογία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
View word page
ἀναίσιος
ill-omened, unfortunate

ShortDef

ill-omened, unfortunate

Debugging

Headword:
ἀναίσιος
Headword (normalized):
ἀναίσιος
Headword (normalized/stripped):
αναισιος
IDX:
5751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5752
Key:

Data

{'content': 'ill-omened, unfortunate'}