Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
μοιρολογέω
μοιρολόγος
μοιρολογχέω
μοιρολόγχος
μοιρονόμος
μοιροφόρητος
Μοῖσα
μοισαγέτας
μοισαῖος
Μοισοί
View word page
μοιρόκραντος
ordained by destiny

ShortDef

ordained by destiny

Debugging

Headword:
μοιρόκραντος
Headword (normalized):
μοιρόκραντος
Headword (normalized/stripped):
μοιροκραντος
IDX:
57516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57517
Key:

Data

{'content': 'ordained by destiny'}