Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιραῖος
μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
μοιρολογέω
μοιρολόγος
μοιρολογχέω
View word page
μοιρίδιος
allotted by destiny, destined, doomed
ShortDef
allotted by destiny, destined, doomed
Debugging
Headword:
μοιρίδιος
Headword (normalized):
μοιρίδιος
Headword (normalized/stripped):
μοιριδιος
IDX:
57509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57510
Key:
Data
{'content': 'allotted by destiny, destined, doomed'}