Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιραῖος
μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
View word page
μοιράω
to share, divide, distribute
ShortDef
to share, divide, distribute
Debugging
Headword:
μοιράω
Headword (normalized):
μοιράω
Headword (normalized/stripped):
μοιραω
IDX:
57506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57507
Key:
Data
{'content': 'to share, divide, distribute'}