Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιραῖος
μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
View word page
μοῖρα
a part, portion; fate

ShortDef

a part, portion; fate

Debugging

Headword:
μοῖρα
Headword (normalized):
μοῖρα
Headword (normalized/stripped):
μοιρα
IDX:
57503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57504
Key:

Data

{'content': 'a part, portion; fate'}