Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιραῖος
μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
μοιρίς
View word page
μοιμύλλω
eat

ShortDef

eat

Debugging

Headword:
μοιμύλλω
Headword (normalized):
μοιμύλλω
Headword (normalized/stripped):
μοιμυλλω
IDX:
57502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57503
Key:

Data

{'content': 'eat'}