Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιραῖος
μοιράω
μοιρηγενής
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
Μοῖρις
View word page
μοιμυάω
compress the lips
ShortDef
compress the lips
Debugging
Headword:
μοιμυάω
Headword (normalized):
μοιμυάω
Headword (normalized/stripped):
μοιμυαω
IDX:
57501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57502
Key:
Data
{'content': 'compress the lips'}