Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγλαόπιστος
ἀγλαοποιέω
ἀγλαός
ἀγλαότιμος
ἀγλαοτρίαινα
ἀγλαοφεγγής
ἀγλαόφημος
ἀγλαόφοιτος
ἀγλαόφορτος
Ἀγλαοφῶν
ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαοχαίτας
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἄγλυ
ἄγλυφος
View word page
ἀγλαόφωνος
with a splendid voice

ShortDef

with a splendid voice

Debugging

Headword:
ἀγλαόφωνος
Headword (normalized):
ἀγλαόφωνος
Headword (normalized/stripped):
αγλαοφωνος
IDX:
574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-575
Key:

Data

{'content': 'with a splendid voice'}