Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
View word page
μόγος
toil, trouble

ShortDef

toil, trouble

Debugging

Headword:
μόγος
Headword (normalized):
μόγος
Headword (normalized/stripped):
μογος
IDX:
57491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57492
Key:

Data

{'content': 'toil, trouble'}