Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μνιαρός
μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
View word page
μογισαψεδάφα
hardly touching the ground
ShortDef
hardly touching the ground
Debugging
Headword:
μογισαψεδάφα
Headword (normalized):
μογισαψεδάφα
Headword (normalized/stripped):
μογισαψεδαφα
IDX:
57490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57491
Key:
Data
{'content': 'hardly touching the ground'}