Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
View word page
μόγις
(with toil and pain); barely, scarcely

ShortDef

(with toil and pain); barely, scarcely

Debugging

Headword:
μόγις
Headword (normalized):
μόγις
Headword (normalized/stripped):
μογις
IDX:
57489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57490
Key:

Data

{'content': '(with toil and pain); barely, scarcely'}