Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μνῆστρον
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
μόθων
View word page
μογιλάλος
hardly-speaking, dumb

ShortDef

hardly-speaking, dumb

Debugging

Headword:
μογιλάλος
Headword (normalized):
μογιλάλος
Headword (normalized/stripped):
μογιλαλος
IDX:
57488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57489
Key:

Data

{'content': 'hardly-speaking, dumb'}