Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μνηστός
μνῆστρον
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
μόθουρα
View word page
μογέω
to toil, suffer

ShortDef

to toil, suffer

Debugging

Headword:
μογέω
Headword (normalized):
μογέω
Headword (normalized/stripped):
μογεω
IDX:
57487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57488
Key:

Data

{'content': 'to toil, suffer'}