Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μνῆστις
μνηστός
μνῆστρον
μνήστωρ
μνιαρός
μνίον
μνοΐα
μνόος
μογγάς
μογγός
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μοδίολος
μοδισμός
μόθος
View word page
μογερός
toiling, wretched
ShortDef
toiling, wretched
Debugging
Headword:
μογερός
Headword (normalized):
μογερός
Headword (normalized/stripped):
μογερος
IDX:
57486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57487
Key:
Data
{'content': 'toiling, wretched'}