Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναιμορράγητος
ἄναιμος
ἀναιμόσαρκος
ἀναιμόχρους
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρετέον
ἀναιρέτης
ἀναιρετικός
ἀναίρετος
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθησιολογία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
View word page
ἀναιρετικός
destructive

ShortDef

destructive

Debugging

Headword:
ἀναιρετικός
Headword (normalized):
ἀναιρετικός
Headword (normalized/stripped):
αναιρετικος
IDX:
5740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5741
Key:

Data

{'content': 'destructive'}