Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτράγχουσα
Μιτραῖος
μιτρανάδεσμος
μίτρη
μιτρηφορέω
μιτρηφόρος
μιτρόδετος
μιτροφορέω
μιτροχίτων
μιτρόω
μιτρώδης
μίτυλος
μίτυς
μιτώδης
μνᾶ
μναάδας
View word page
μιτρηφόρος
wearing a μίτρα

ShortDef

wearing a μίτρα

Debugging

Headword:
μιτρηφόρος
Headword (normalized):
μιτρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
μιτρηφορος
IDX:
57396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57397
Key:

Data

{'content': 'wearing a μίτρα'}