Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μίσχος
μιτηρός
μίτινοι
μιτίσασθαι
μιτίσκος
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτράγχουσα
Μιτραῖος
μιτρανάδεσμος
μίτρη
μιτρηφορέω
μιτρηφόρος
μιτρόδετος
μιτροφορέω
μιτροχίτων
μιτρόω
View word page
Μίτρα
Mitra

ShortDef

a belt, girdle; a turban; a bandage
Mitra

Debugging

Headword:
Μίτρα
Headword (normalized):
μίτρα
Headword (normalized/stripped):
μιτρα
IDX:
57390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57391
Key:

Data

{'content': 'Mitra'}