Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μισοτύραννος
μισότυφος
μισοφαής
μισοφίλιππος
μισοφιλόλογος
μισόφιλος
μισόχρηστος
μισοψευδής
μισοψηφιστής
μίστυλλον
μιστύλλω
μίσυ
μίσυβρις
μισυοί
μίσχος
μιτηρός
μίτινοι
μιτίσασθαι
μιτίσκος
μιτοεργός
μιτόομαι
View word page
μιστύλλω
to cut up
ShortDef
to cut up
Debugging
Headword:
μιστύλλω
Headword (normalized):
μιστύλλω
Headword (normalized/stripped):
μιστυλλω
IDX:
57376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57377
Key:
Data
{'content': 'to cut up'}